σταφίδας

σταφίδας
σταφίς
dried grapes
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • Aristomenos Kontogouris — Infobox Person name = Aristomenos Kontogouris Αριστομένης Κοντογούρης 15th Mayor of Patras 1883 1887 birth date = Unknown birth place = Patras, Greece death date = 1903 death place = Greece nationality = occupation = politician, mayor of… …   Wikipedia

  • Ioannis Papadiamantopoulos (elder) — Infobox Person name = Ioannis Diamantopoulos Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος birth date = 1766 birth place = Corinth, (now ) death date = 1826 death place = Messolongi, nationality = occupation = Greek revolutionary leaderIoannis Diamantopoulos (Greek …   Wikipedia

  • Achaia Clauss — Mavrodaphne Fässer im Kaiser Keller Achaia Clauss (Αχάια Κλάους) ist ein Weingut aus Patras bekannt vor allem für Mavrodaphne Weine. Geschichte 1859 eröffnet Gustav Clauss, der aus Bayern eingewandert war (→ Otto (Griechenland)), einen Weinhandel …   Deutsch Wikipedia

  • βούτη — και βούτα και βούτσα, η (Μ βούττη και βοῡττις) 1. ξύλινος κάδος για διάφορες χρήσεις, φύλαξη τυριού, μεταφορά σταφίδας κ.λπ. 2. σκάφη 3. δοχείο απορριμμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. πρόκειται για δάνεια λ., όπως εξάλλου πολλές λέξεις που δηλώνουν… …   Dictionary of Greek

  • εξαγωγέας — ο (Α ἐξαγωγεύς) [εξάγω] νεοελλ. 1. αυτός που εξάγει εμπορεύματα από τον τόπο παραγωγής τους στο εξωτερικό («εξαγωγέας σταφίδας») 2. εργαλείο ή μέρος εργαλείου που χρησιμεύει για εξαγωγή αρχ. αυτός που οδηγεί προς τα έξω (για τον επικεφαλής… …   Dictionary of Greek

  • επιστοίβαση — η (Μ ἐπιστοίβασις) [επιστοιβάζω] στοίβαγμα, προσεχτική τοποθέτηση καρπών (σταφίδας, σύκων κ.λπ.) ώστε να χωρέσουν όσο το δυνατόν περισσότερα σε περιορισμένο χώρο …   Dictionary of Greek

  • κορίνθιος — ια, ιο, θηλ. και ία (Α κορίνθιος, ία, ον, θηλ. και κορινθιάς, άδος) [Κόρινθος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κόρινθο, στην Κορινθία ή στους Κορινθίους, κορινθιακός («κατῴκει τήνδε γῆν Κορινθίαν», Ευρ.) 2. (το αρσ. και θηλ. ως εθν.) ο… …   Dictionary of Greek

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • κόλλυβα — Παρασκεύασμα από βρασμένο σιτάρι, που συμπληρώνεται με κόκκους σταφίδας, ροδιού, τριμμένο καρύδι, αμύγδαλο, φύλλα μαϊντανού κ.ά. και ανακατεύεται με καβουρντισμένο αλεύρι και ζάχαρη. Τοποθετείται σε δίσκους και αποτελεί προσφορά στους νεκρούς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”